παιδονομία

παιδονομία
η (Α παιδονομία) [παιδονόμος]
1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών
2. το επάγγελμα, το έργο τού παιδονόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδονομία — παιδονομίᾱ , παιδονομία education of children fem nom/voc/acc dual παιδονομίᾱ , παιδονομία education of children fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδονομίας — παιδονομίᾱς , παιδονομία education of children fem acc pl παιδονομίᾱς , παιδονομία education of children fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδονομίαν — παιδονομίᾱν , παιδονομία education of children fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοφυλακία — νομοφυλακία, ἡ (Α) [νομοφύλαξ] 1. η διαφύλαξη τών νόμων 2. το αξίωμα τού νομοφύλακος («νομοφυλακία, παιδονομία, γυμνασιαρχία», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • παιδονομικός — ή, ὁ (Α παιδονομικός, ή, όν) [παιδονόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδονόμο ή στην παιδονομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”